- αιγάγρειος
- ος , ον относящийся к козерогу, дикому козлу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιγάγρειος — εία, ειον αυτός που ανήκει σε αίγαγρο ή προέρχεται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγαγρος το ουδ. αιγάγρειον, το (δέρμα) είναι απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. chamois] … Dictionary of Greek
αίγαγρος — Βλ. λ. αγριοκάτσικο. * * * ο (Α αἴγαγρος) άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» … Dictionary of Greek